φιλοσώφρων

φιλοσώφρων
φῐλο-σώφρων, ον, gen. ονος,
A loving moderation,

διοίκησις Hdn.2.3.9

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοσώφρων — loving moderation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσώφρων — όσωφρον, Α 1. αυτός που αγαπά την σωφροσύνη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόσωφρον η φιλοσωφροσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σώφρων] …   Dictionary of Greek

  • φιλοσώφρονα — φιλοσώφρων loving moderation neut nom/voc/acc pl φιλοσώφρων loving moderation masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσώφρονας — φιλοσώφρων loving moderation masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσώφρονες — φιλοσώφρων loving moderation masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσώφρονος — φιλοσώφρων loving moderation gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσωφροσύνη — ἡ, Μ [φιλοσώφρων, ονος] η αγάπη προς την σωφροσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”